- συνέτριψα
- συνέτρῑψα , συντρίβωrub togetheraor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συντρίβω — συνέτριψα και σύντριψα, συντρίφτηκα, συντριμμένος 1. κάνω κομμάτια, θρυμματίζω: Το πλοίο έπεσε στα βράχια και συντρίφτηκε. 2. καταστρέφω, νικώ ολοσχερώς κάποιον: Συνέτριψε τους αντιπάλους του. 3. προξενώ μεγάλη λύπη σε κάποιον: Τον συνέτριψε η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συντρίβω — συντρίβω, συνέτριψα βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής